- διαρριπίζω
- μετ. распылить, рассеивать (дуновением)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρριπίζω — (AM) 1. σκορπίζω με φύσημα 2. εκθέτω σε ρεύματα αέρα … Dictionary of Greek
διαρριπίσῃ — διαρριπίζω blow away aor subj mid 2nd sg διαρριπίζω blow away aor subj act 3rd sg διαρριπίζω blow away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπιζόμενον — διαρριπίζω blow away pres part mp masc acc sg διαρριπίζω blow away pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπίζει — διαρριπίζω blow away pres ind mp 2nd sg διαρριπίζω blow away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπίζομεν — διαρριπίζω blow away pres ind act 1st pl διαρριπίζω blow away imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπιζομένης — διαρριπίζω blow away pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπιζόμενα — διαρριπίζω blow away pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπιζόμεναι — διαρριπίζω blow away pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπιζόμενος — διαρριπίζω blow away pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπίζεσθαι — διαρριπίζω blow away pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρριπίζοντος — διαρριπίζω blow away pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)